ανάκορφος

ανάκορφος
-η, -ο
1. (για βουνά) αυτός που έχει υψηλή κορυφή, πολύ υψηλός
2. δυσανάβατος, απότομος
3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή, κατάκορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κορφή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”